ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ (ΔΕΕΛ) ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ 2004.
36. ΞΕΝΗΤΕΜΜΕΝΑ ΝΕΙΑΤΑ
΄Ανθη της λεβεντιάς,
σπαρμένα σ΄ όλα της γής τα πέρατα.
Αγναντεύουν με τα μάτια της ψυχής,
κάθε Φώς, κάθε Λημέρι, κάθε Χρώμα,
το κάθε τι, απ΄ της μάννας γής,
το ΄Αγιο Χώμα.
΄Ανθη της λεβεντιάς,
της πατρίδας καμάρια,
της νοσταλγίας θύματα.
Με γενναία καρδιά
που έχουν μόνο τα λιοντάρια,
με βαρειά βήματα,
προχωρούν ενάντια
προς της σκληρής ζωής
τα κύματα.
Ξενητεμμένα νειάτα,
που ο τόπος τους να τα κρατήσει
δεν μπορούσε.
΄Εβλεπε το αετίσιο βλέμμα τους
και απορούσε.
Βλέμμα γεμάτ΄ ανησυχία και πεποίθηση,
πούβλεπε τόσο μακρυά
και όλα ήθελε
να τα θωρούσε.
Χώρος απλός, τόπος μικρός
για λεβεντιάς κλωνάρια.
΄Εβλεπε αυτός τον πόνο τους
και στέναζε.
΄Οση συγκίνηση κιάν πρόσφερε,
το ήξερε.
Πως κάποτε θα φεύγανε
και νηές και παλληκάρια.
Κάποιο σπιτάκι φτωχικό
για χρόνια θάμενε κλειστό,
χωρίς χαμόγελο ή τραγούδι.
΄Αδειο από γέλια και χαρές,
από ωραίες αγκαλιές,
χωρίς ένα λουλούδι.
Φύγανε πολλά χρόνια τα παιδιά
για να προκόψουνε στη ξενητειά,
που τόσο ξέρει να πλανεύει.
Κι έρχεται η πίκρα η αλμυρή,
φουντώνει μέσα στην ψυχή
σα θάλασσα,
οπού ποτέ δε γαληνεύει.
Είδανε τόπους τα παιδιά.
Πήγανε τόσο μακρυά,
ο Κόσμος φάνηκε μικρός.
Σα νάναι άδειος. Και φτωχός !
΄Εστω ! Κιάν πέτυχαν αυτά,
η νοσταλγία την καρδιά
την έκανε κομμάτια.
Και βλέπουν το μικρό χωριό
κάθε στιγμή, κάθε λεπτό,
με της ψυχής τα μάτια.
Τη σκέψη αυτή του γυρισμού,
την έχουνε συχνά στο νού
και η καρδιά ραγίζει.
Τα μάτια τους βουρκώνουνε,
τα δάκρυά τους τρέχουνε
σαν ποταμάκι του βουνού,
που αργεί να σταματήσει.
Κι όταν, μετά από καιρό,
η σκληρή μοίρα το θελήσει,
να έρθουνε πολλών χρονών
απ΄ της ζωής το άθλιο μεθύσι,
γυρίζοντας στο σπίτι το παληό
με κάποιο άσπρο καραβάκι
που πάει για το νησιώτικο χωριό,
Τρέχουν να τ' απαντήσουνε
χίλιες δυό αναμνήσεις.
Στο δρόμο τα προφταίνουνε
σωρό από συγκινήσεις.
Αγάπες, πίκρες και χαρές.
Κι όλα αυτά, λές κι ήταν χτές.
Πως όλα αυτά τα χρόνια δεν περάσανε.
Λές και δεν έζησαν άλλες στιγμές !
Και φτάνοντας στο μονοπάτι το γνωστό,
σαν φαίνεται το σπίτι το παληό,
από το δάκρυ, θολώνει το μάτι,
που έχει να το δεί τόσον καιρό !
Κάθε γωνιά μιλάει βήμα – βήμα.
Λέει στο νου το κάθε τι και αντηχεί :
Τι να το κάνεις όσο έχεις χρήμα,
αφού δώ πάνω άφησες για πάντα την ψυχή !
΄Ανθη της λεβεντιάς σπαρμένα,
σ΄ όλα της γής τα πέρατα.
Αγναντεύουν το μικρό χωριό
κάθε στιγμή κάθε λεπτό
με της ψυχής τα μάτια,
κι η νοσταλγία την καρδιά
την έκανε κομμάτια ! ……..
Παξοί, Ιούλιος 1972
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής
155. ΓΙΑ ΤΟ
ΚΑΛΟ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Φέρτε Φόρους.
Φέρτε Φόρους.
Κτυπάτε τους
αχθοφόρους.
Να γεμίσουν
τα Ταμεία,
που δεν
έχουν πλέον μία.
Τότε στο
Χρηματιστήριο
τους δώσαμε
δηλητήριο.
Τα φράγκα
όλα αρπάξαμε.
Σαν βόδια
τους εσφάξαμε.
Τώρα
τα ρέστα ζητάμε.
Αυτά δεν
τα συζητάμε.
Τη Χώρα
να βοηθήσομε.
Εμείς καλά
να ζήσομε.
Βρήκαμε καλούς
δανειστές.
Ας είναι
όλοι τους ληστές.
Εμείς σε
τίποτα δε φταίμε.
Πάντα με
πείσμα θα το
λέμε.
Λέμε πως
λεφτά υπάρχουν.
Καλύτερες μέρες
θάρθουν.
Πληρώστε τα
σπασμένα τώρα.
Εσάς χρειάζεται
η Χώρα.
Θα πρέπει
να πληρώσετε.
΄Ο,τι έχετε
να δώσετε.
Γιατί μαζί
τα φάγαμε.
Στις τσέπες
μας τα βάλαμε.
Ο Θεός
θα μας βοηθήσει.
Μόνους δεν
θα μας αφήσει.
Εδώ βοηθά και
τους ψεύτες,
να γίνουν
μεγάλοι κλέφτες.
Πειραιάς, Απρίλιος 2011
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής