Το παληό σπίτι
στο χωριό
μέρα και νύχτα
εκεί με καρτερεί,
χρόνο τον χρόνο
να επιστρέψω.
Πέρασε πολλά από
τότε.
Κόντευε να
γκρεμιστεί
κι ο προσωρινός
μου ερχομός τ' αγκάλιασε .
Πόσο μικρό
φαινόταν τώρα !
Το κανάκεψα σαν
το μωρό παιδί.
Κουκλόσπιτο το
βάπτισα.
Του έδωσα το
χρίσμα της αγάπης,
που κουβαλούσα
στην καρδιά .
Εκεί ήταν που
μεγάλωσα .
Ποτέ δεν το λησμόνησα
.
Θυμόμουν το
δοκάρι ,τις ξύλινες κολώνες
όπου στους ώμους
τους κρατούσαν
την χωματένια του
σκεπή.
Μέσ’ στα
κατακαλόκαιρα
καλύβα από
πευκόδεντρα στήναμε εκεί πάνω
και κουρνιάζαμε.
Από τις χαραμάδες
μετρούσαμε τ'αστέρια .
Το δοκάρι στην
μέση της αυλής
σφικτά κρατούσε
το κρικέλι,
όπου κρεμότανε
μια κούνια παιδική
που παραγέμιζε χαρά και παιδικό τραγούδι.
Ασπρόχωμα στους τοίχους
που έντυνε τις πέτρες τις βαρειές.
Τι κι αν ήτανε φτωχικό !
Η ζεστασιά του έμπαινε ίσια στην καρδιά .
Κάθε χαράς Χριστούγεννα,Λαμπρή,
στολίζαμε το καμαρόφρυδο απ’ το τζάκι
με κεντημένη σταυροβελονιά.
Τώρα η ανάμνηση χάιδεψε την πλάκα
όπου το βάρος συγκρατούσε
κι αναθυμήθηκε την φωτιά να λαμπυρίζει
στις χειμωνιάτικες βραδιές.
Ξαπλωμένα πιτσιρίκια στην ψάθα από τα βούρλα
Και μες από τις φλόγες
τα παιδικά μας όνειρα
να ταξιδεύουνε στα παραμύθια
του παππού του Ανατολίτη.
Όταν αναθυμόταν
το δικό του το κονάκι
εκεί στην Σμύρνη, στην Ανατολή.
Η πίκρα θόλωνε τα γέρικα του μάτια.
΄Οταν μες στο σεντούκι του λογισμού
πετάγονταν οι θύμησες
απ 'τα χαμένα του παιδιά,
σαν ξαναζούσε την φρίκη του διωγμού,
εκεί στις μακρινές χαμένες μας πατρίδες .
Τα παραμύθια του γλυκά
μας νανούριζαν στα γόνατά του.
Τα ματοτσίνορα έκλειναν βαρειά
σαν ταξιδεύαμε αγκαλιά
με τα λευκά όνειρά μας.
Στο σπίτι μου το πατρικό,
ας ήταν μόνο ένα κομμάτι το ψωμί.
Η μάνα δίκαια το μοίραζε
για να φιλέψει ,
τον μουσαφίρη τον φτωχό.
Πάντα ορθάνοικτη η πόρτα
σαν ανοικτή καρδιά
Μα τώρα, μάνα δεν υπάρχει πια.
Από καιρό έχει φύγει.
Κλεισμένη πίσω
της
του Αχέροντα η
πόρτα .
Κι έμεινε εκεί το
πατρικό
να καρτερά στην
Ιώβειο υπομονή του
το δικό μου το γυρισμό!
Νότιος Αφρική, 4
Απριλίου 2014
Μαρούλλα Πανάγου
Κύπρια Ποιήτρια