38. Ο ΤΕΜΠΈΛΗΣ
Τέτοια τεμπελιά κανένας!!!
Δεν είναι σ' όλη τη γή.
Καλοπέραση γυρεύει
και ποτέ του δεν δουλεύει.
Η δουλειά!! είναι ντροπή!
Της γυναίκας το κουμπί,
το έμαθε μια χαρά.
΄Ολο άρρωστος. Ξαπλώνει.
Tον ετρέλλαναν οι πόνοι.
Δεν αντέχει στη δουλειά .
Εις στο θέρος μοναχή της
κάθε μέρα να πηγαίνει
Να θερίσει, ν'αλωνέψει
μέσα για να τα μαζέψει
κι η ψυχή της μπαίνει, βγαίνει .
Μα όταν είναι να πουλήσει,
κείνος είν τ' αφεντικό.
Μες στην τσέπη του τα βάλλει
το τροπάριό του ψάλλει
πως θα παν για γιατρικό.
Ο γιατρός δήθεν του είπε,
ότι θέλει εξοχή.
Πάνω Πλάτρες πούν’ ωραία.
Παίρνει μια μικρή παρέα
αλλά... κάποιος τους θωρεί.
Το σφυρίζει στηγυναίκα
μες στο αυτί ένα πρωί
και στα πράσα τονε πιάνει.
Τώρα ποιός της συντηχάνει:
Με τί μούτρα να τηδεί.
Βάζει την ουρά στα σκέλια,
τώρα πιά ούτε στ' αλήθεια
δεν τολμά να αρρωστά,
να υποκριθεί ξανά.
Πάνε πιά τα παραμύθια.
Έτσι το' μαθε ο φίλος ,
πως το ψέμμα πιά δεν πιάνει.
Μιά του κλέφτη, δυό του κλέφτη
όπως το βοσκό τον ψεύτη.
Κι αν είν, άρρωστος.... ας γειάνει.
(μετάφραση από την Κυπριακή διάλεκτο )
Τώρα ποιός της συντηχάνει.
Τώρα ποιός να της μιλήσει.
Θωρεί = βλέπει.
Πάνω Πλάτρες = τουριστική τοποθεσία.
Αλωνέψει = αλωνίσει.
Περιστερώνα Πάφου, 1972
Μαρούλλα Πανάγου
Κύπρια Ποιήτρια