118. Ο ΒΑΓΓΕΛΑΣ
Το Βαγγέλα τον πήρανε
εσώγαμπρο για ράτσα
κι αυτός κοπροσκυλιάζει
μέρα νύχτα στην πιάτσα.
Πεθερικά και κόρη
δουλεύουνε με ζόρι
τους έκανε ο Βαγγέλας
να τρέχουνε παπόρι.
Πολύ προσέχουν το γαμπρό.
Τον έχουνε καμάρι.
Μέχρι να έρθει η στιγμή
ο διάολος να τους πάρει.
Γιατί είναι κουβαλητής.
Ψαρεύει, κυνηγάει,
περνά καλά τις ώρες του.
Σ’ άλλη δουλειά δεν πάει.
Δουλεύει δήθεν. Γιά χόμπυ.
Τον θεωρούν δουλευταρά.
Γονείς και κόρη ζόμπυ.
Ταϊζουν τον αληταρά.
Όμως έχει μικρό παιδί.
Πηγαίνει στο σχολείο.
Ο προκομμένος δεν μπορεί
να πάρει oύτε βιβλίο.
΄Εχει ανάγκες το παιδί.
Χρειάζεται εφόδια.
Αλλά αυτά που να τα βρεί.
Κοιμούνται όλοι σα βόδια.
΄Εχει καί γκόμενα ο γαμπρός.
Πίνει καφέ μαζί της.
Είναι πελάτης τακτικός
στο φίνο μαγαζί της.
΄Ωρες πολλές στον καφενέ
κοιτάζει
το λιμάνι.
Ποιος ξέρει τι να σκέφτεται
το άχρηστο τσοκλάνι.
Η κόρη έχει λαλήσει.
Δεν μπορεί να λακήσει.
Κουμάντο κάνει η μαμά.
Τoυς λέει αγγούρια καπαμά.
Κόρη μου, λέει, τον άνδρα σου
να τον έχεις κορώνα.
Γιατί αυτός στο σπίτι σου
είναι γερή κολόνα.
Το γάμο σου να τιμήσεις.
Τον άνδρα σου μην αφήσεις.
Μετά τί θα πεί ο κόσμος.
Για το παιδί σου να ζήσεις.
Ο κόσμος τόχει τούμπανο
κι αυτοί κρυφό καμάρι.
Τους
κοροϊδεύουν ανοιχτά
που θρέφουν το γομάρι.
Βρέ λές να έχει η μαμά
πάρε δώσε μαζί του;
Νάχει γίνει πελάτισσα
στ’ όμορφο μαγαζί του;
Ο πεθερός στον κόσμο του.
Το ρίχνει στο τραγούδι.
Είν’ ευτυχής για το γαμπρό.
Ας είναι ένα λουλούδι.
Αντί να τονε στείλουνε
στο διάολο να πάει,
αυτοί τονε χαϊδεύουνε.
Και αυτός, τους πατάει.
Όλα πηγαίνουν μια χαρά.
Δε βλέπουνε μπροστά τους.
Τους παίρνει ο διάολος γερά.
Πετούν απ’ τη χαρά τους.
Μα όταν θα ξυπνήσουνε
από τον
ύπνο το βαθύ,
θα πάνε να φουντάρουνε.
΄Ετσι, το τέλος τους θαρθεί.
MΠΡΑΒΟ ΒΑΓΓΕΛΑ !…..
Πειραιάς, Δεκέμβριος 2008
Γεώργιος
Βελλιανίτης
Παξινός
Ποιητής