88. ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Χριστούληδες, Παναγίτσες,
δυό ευρώ οι εικονίτσες.
Φθάσατε στο παρά πέντε.
΄Αστην αυτήν.΄Εχει πέντε.
Δεν κάνουμε μείς απάτη.
Αλλοιώς να μας βγεί το μάτι.
Τον κόσμο τον σεβόμαστε.
Κανέναν δε φοβόμαστε.
Εμείς.., κάνουμε κουμάντο.
Τους έχουμε από κάτω.
Δίνουμε σε όλα λύση
με πολύ ωραία κρίση.
Είμαστε τα καλά παιδιά.
Τύφλα να έχει η παπαδιά.
Είμαστε καί παλληκάρια.
Αυτή, δε θα φάει ψάρια.
Τί τους έχει πιάσει όλους,
να μιλάνε γιά διαόλους.
΄Ολα τρέχουνε ρολόϊ.
Τί τους πιάνει μοιρολόϊ.
Μας κάνανε αρμόδιους.
Τώρα μας λέν' πλανώδιους.
Αφού θέλουν τσατσιλίκια,
να υπομένουνε τσιφλίκια.
Γιατί επί τόσα χρόνια,
δέχονται να είναι πιόνια;
Δεν τους πείραξε ο χρόνος;
Τώρα τους έπιασ' ο πόνος;
΄Ολα τάτσι, μίτσι, κότσι.
΄Η με ζάρι ή με κότσι,
εμείς παίζουμε μπαρμπούτι.
΄Ας γίνουν όλα μπαρούτι.
Διαστρεβλώνουμε τα πάντα.
Τους στριμώχνουμε στην πάντα.
Τώρα είδαν πως το δίκιο
θέλει υλικό αντρίκιο;
Να μη σου τύχει να πλέξεις.
Μη θαρρείς πως θα ξεμπλέξεις.
Οι άλλοι θα βγούνε λάδι.
Θα σε φάει το σκοτάδι !..
Πειραιάς Δεκέμβριος 2003
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής
118. Ο ΒΑΓΓΕΛΑΣ
Το Βαγγέλα τον πήρανε
εσώγαμπρο για ράτσα
κι αυτός κοπροσκυλιάζει
μέρα νύχτα στην πιάτσα.
Πεθερικά και κόρη
δουλεύουνε με ζόρι
τους έκανε ο Βαγγέλας
να τρέχουνε παπόρι.
Πολύ προσέχουν το γαμπρό.
Τον έχουνε καμάρι.
Μέχρι να έρθει η στιγμή
ο διάολος να τους πάρει.
Γιατί είναι κουβαλητής.
Ψαρεύει, κυνηγάει,
περνά καλά τις ώρες του.
Σ’ άλλη δουλειά δεν πάει.
Δουλεύει δήθεν. Γιά χόμπυ.
Τον θεωρούν δουλευταρά.
Γονείς και κόρη ζόμπυ.
Ταϊζουν τον αληταρά.
Όμως έχει μικρό παιδί.
Πηγαίνει στο σχολείο.
Ο προκομμένος δεν μπορεί
να πάρει oύτε βιβλίο.
΄Εχει ανάγκες το παιδί.
Χρειάζεται εφόδια.
Αλλά αυτά που να τα βρεί.
Κοιμούνται όλοι σα βόδια.
΄Εχει καί γκόμενα ο γαμπρός.
Πίνει καφέ μαζί της.
Είναι πελάτης τακτικός
στο φίνο μαγαζί της.
΄Ωρες πολλές στον καφενέ
κοιτάζει
το λιμάνι.
Ποιος ξέρει τι να σκέφτεται
το άχρηστο τσοκλάνι.
Η κόρη έχει λαλήσει.
Δεν μπορεί να λακήσει.
Κουμάντο κάνει η μαμά.
Τoυς λέει αγγούρια καπαμά.
Κόρη μου, λέει, τον άνδρα σου
να τον έχεις κορώνα.
Γιατί αυτός στο σπίτι σου
είναι γερή κολόνα.
Το γάμο σου να τιμήσεις.
Τον άνδρα σου μην αφήσεις.
Μετά τί θα πεί ο κόσμος.
Για το παιδί σου να ζήσεις.
Ο κόσμος τόχει τούμπανο
κι αυτοί κρυφό καμάρι.
Τους
κοροϊδεύουν ανοιχτά
που θρέφουν το γομάρι.
Βρέ λές να έχει η μαμά
πάρε δώσε μαζί του;
Νάχει γίνει πελάτισσα
στ’ όμορφο μαγαζί του;
Ο πεθερός στον κόσμο του.
Το ρίχνει στο τραγούδι.
Είν’ ευτυχής για το γαμπρό.
Ας είναι ένα λουλούδι.
Αντί να τονε στείλουνε
στο διάολο να πάει,
αυτοί τονε χαϊδεύουνε.
Και αυτός, τους πατάει.
Όλα πηγαίνουν μια χαρά.
Δε βλέπουνε μπροστά τους.
Τους παίρνει ο διάολος γερά.
Πετούν απ’ τη χαρά τους.
Μα όταν θα ξυπνήσουνε
από τον
ύπνο το βαθύ,
θα πάνε να φουντάρουνε.
΄Ετσι, το τέλος τους θαρθεί.
MΠΡΑΒΟ ΒΑΓΓΕΛΑ !…..
Πειραιάς, Δεκέμβριος
2008
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός
Ποιητής
Ο ΨΕΥΤΗΣ
ΚΑΙ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ
129. ΚΑΜΕΙΣ, ΛΑΒΕΙΣ.
(O
KΡΥΦΟΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ)
Θα είσαι
ο Διευθυντής.
Θα είσαι το κουμάντο.
Θα κάνεις ό,τι θές εσύ.
Να
έρχεσαι να μου
τα λές.
Εγώ θάμαι
από πίσω.
΄Εκθετο δεν θα σ’ αφήσω.
Τότε θα δείς
ποιος είμ’ εγώ.
Θα
σ’ έχω σε
καλή μεριά.
Θα έχεις μόνιμη
δουλειά.
Ο άνθρωπος τ’
αφεντικού.
Φουσκώνει σα
γαλόπουλο.
Πιο χαζός ‘ πό κοτόπουλο!.
Για να κάνει
τη δουλειά του
κάθε αφέντης πονηρός
σου δίνει αέρα
να τρώς.
Εγώ είμαι τ’
αφεντικό.
Θάσαι κρυφός
Διευθυντής.
Σε
κανέναν να μην το πείς.
Με κουβέντες
απατηλές,
το κεφάλι του
φουσκώνει.
Κάθε βλάκα
ξεσηκώνει.
Με
φουσκωμένα τα μυαλά,
ο ηλίθιος παίρνει
φόρα
και όποιονε
πάρει η μπόρα.
Χωρίς
καθόλου να σκεφθεί,
τον καθένανε σταυρώνει.
Μέχρι
ψέμματα καρφώνει.
Με τον αέρα τ’
Αρχηγού
συναδέλφους κυνηγάει.
Για λάθη
παραφυλάει.
Κάνει παντού τον έξυπνο.
Πλακώνει τις οδηγίες
καί τους
πρήζει με βλακείες.
΄Ερχεται
όμως η στιγμή
που ο
ρουφιάνος ο καλός
ξεσκεπάζετ’
ο παλαβός.
΄Ολοι
τονε περιφρονούν.
΄Ετσι
καί το αφεντικό,
τον
στέλνει πρώτο στο καλό.
Γιατί έχει
ξεσκεπαστεί.
Το
έξυπνο αφεντικό,
βρίσκει
κορόϊδο πιό κουτό.
Μα ό,τι κάνεις
θα το λάβεις.
Συμβαίνει αρκετές
φορές
να γίνουν
κάποιες συμφορές.
Δώσε θάρρος του χωριάτη.
Να σ’ ανέβει
στο κρεββάτι,
για
να
σου βγάλει το
μάτι.
Σαν του δώσει ένα
πόστο
o ρουφιάνος
μαγειρεύει
καί πολύ χοντρά
τον κλέβει.
΄Οταν τον
πιάσουν είν’ αργά.
΄Εχει
γίνει ζημιά μεγάλη.
Καί τότε, χαίρονται
οι άλλοι.
Κάποια
παροιμία λέει:
ΞΕΝΟ
ΓΑΪΔΑΡΟ ΚΑΒΑΛΙΚΕΨΕΙΣ,
ΜΕΣΟΣΤΡΑΤΙΣ
ΘΑ ΞΕΠΕΖΕΨΕΙΣ.
Πειραιάς, Μάρτιος 2010
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής