223. ΕΘΝΙΚΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ.Τα δύστυχα Ελληνόπουλαέχασαν την Ψυχή τους.Τα καταστρέψαν οι γονείςμε τους Σοφούς Πατέρες.Οπου βρεθούν, όπου σταθούν,ακούγονται φοβέρες.Χρειάζοντ' ένα γιατρικό.Μα που να βρούνε το γιατρό.Δεν έχουνε ούτε τροφή.Αντί στοργή, βρίσκουν οργή.Ζουν σε άθλιες συνθήκες.Ετσι, καταντούν αλήτες.Πως να πάνε στο Σχολείο.Δεν υπάρχει ούτε βιβλίο.Κάθε ώρα πέφτει γκρίνια.Παντού επικρατεί γκίνια.Ελλάδα, άρρωστη, φτωχή,σκοτώνουν τα παιδιά σου.Αυτά είναι ζωντανά νεκράμέσα στην αγκαλιά σου.Υπομένεις νάρθει η Νίκη.Μήπως φανεί η Θεία Δίκη.Περιμένεις κάποιο Θαύμανα σου γιατρευτεί το τραύμα.Δεν φαίνεται όμως Φως.Σε ξέχασε και ο Θεός.Εσύ προσπαθείς μονάχηνα δίνεις άνιση μάχη.Κρίμα έρημη Ελλάδα.Περιμένουν στην αράδα,οι εχθροί σου να σε σβήσουν.Θέλουν να σε αφανίσουν.Πειραιάς, Οκτώβριος 2021Γεώργιος ΒελλιανίτηςΠαξινός Ποιητής
(ΜΠΑΤΕ
ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ
ΜΗ ΔΩΣΕΤΕ)
(ΑΠΟ
ΡΟΔΟ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΓΚΑΘΙ
ΚΙ ΑΠ’ ΑΓΚΑΘΙ
ΡΟΔΟ)
132. ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ
Υπάρχουν
οικογένειες
πολλές ολόγυρά
μας.
Του σκοινιού και
του παλουκιού.
Ευφραίνουν την καρδιά
μας.
Σε κάποια
οικογένεια,
η μάννα το κουμάντο.
Ο
άντρας της πουλάει
φελλό.
Όλα πάν’ άνω
κάτω.
Η
μάννα σε συμβούλια
με ξένους προς
το σπίτι.
Ο άντρα
της αμέτοχος.
Τον έχει
σαν αλήτη.
Συνέχεια πηγαίνουνε
όλα κατά
διαόλου.
Τον άντρα δεν
τον νοιάζουνε . αυτά όλως
διόλου.
΄Εχουν ένα καλό
παιδί.
Του
σκάβουνε το λάκκο.
Οι λογαριασμοί φτάνουνε
από πάκο
σε πάκο.
΄Ετσι πηγαίνανε
καλά
μέχρι πού ήρθε η μέρα
το σπίτι
τους να χάσουνε.
΄Εμειναν
στον αέρα.
Σε άλλη οικογένεια
ο άντρας είναι αυστηρός.
Λείπει από
το σπίτι του.
Είναι βλέπετε ναυτικός.
Τη γυναίκα του
την έχει
λές πως
είναι μία μούλα.
Αυτός είναι ο
αφέντης.
Αυτήν δε, την έχει
δούλα.
Όταν λείπει ο
νοικοκύρης
τότε είναι που
ξεσαλώνει.
Του ξεσκίζει τα
λεφτά του.
Με έναν
άλλονε ξαπλώνει.
Τα παιδιά
της πάν’ σχολείο.
Τότε
έρχεται o φίλος.
Γίνεται
της κακομοίρας.
Όλα τα
αλέθει ο μύλος.
Το περίεργο
όμως είναι,
έχει προίκα
η γυναίκα.
Της
δώσανε τρία σπίτια.
΄Ισως νάχε
φίλους δέκα.
Με τα
δικά του τα
λεφτά
ο φίλος μας
ο ναυτικός
έκανε τα σπίτια
βίλες.
Αλλά έγινε πανικός.
Η ωραία
του κυρία
τάχε βάλει υποθήκη
κρύβοντας τα συμβόλαια
μέσα στη αποθήκη.
Ο μορφονιός
την έβαλε
να πάρει δάνειο
γερό.
Να κάνουνε δουλειά
μαζί.
Εκείνη
μπήκε στο χορό.
Της
έφαγε τα λεφτά της
και την
άφησε στον άσσο.
΄Ηρθε η Τράπεζα κατόπιν.
Τα σπίτια
πήγανε πάσο.
Σαν γύρισε ο
άντρας της
o
νοικοκύρης ο καλός,
βρήκε τα
κατασχετήρια.
Τότε όμως
έγινε χαμός.
Του τη βάρεσε αγρίως.
Προσπάθησε να τη
δέσει.
Μα
τούρθε κείνη τη
στιγμή
μέσα στις
γραμμές να πέσει.
Τονε προλάβανε στο
τσάκ.
΄Ετσι γλύτωσε
το τραίνο,
γιατί δεν εχρειάστηκε
να πατήσει ούτε
φρένο.
Το κάθε
τι πληρώνεται.
΄Αν
εσύ δεν τα
πληρώσεις,
Θα
έρθει η ώρα, η
στιγμή
στα παιδιά
να τα φορτώσεις.
Τα
παιδιά τους ρακέντητα
στο
μεροκάματο έχουν βγεί.
Δεν σταματούν να
τρέχουνε
από τη ροδαλή αυγή.
΄Ολοι
μένουνε στο νοίκι.
Οι γονείς πιά
γερασμένοι
βλέπουνε τις αμαρτίες
και βαδίζουν σα
χαμένοι.
Σε άλλη
οικογένεια
αλωνίζει μια
θεούσα.
Ψάλλει όλη την
ημέρα.
΄Εχει καταντήσει μούσα.
Κάνει πάντα το
δικό της.
Όταν δεν ψάλλει
γκρινιάζει.
Και το σπίτι
να γκρεμίσει,
Αυτήνε δεν
τηνε νοιάζει.
Υπάρχουνε παραλλαγές.
Βλέπεις
πολλά τερτίπια.
Σε πολλούς λείπει
το μυαλό.
Kλείνουνε πολλά
σπίτια.
Κρίμα σε κείνα
τα παιδιά
που έχουν παλαβούς
γονείς.
Αυτοί πάνε
στα μνήματα
κι αυτά πληρώνουν
κρίματα..
Πειραιάς, Απρίλιος 2010
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής
200. ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΤΡΙΓΩΝΙΑ
΄Ηρθαν τα
τριγώνια
απ’ την
Αφρική.
Γέμισαν τα
κλώνια
όλα εδώ κι
εκεί.
Κάθε χρόνο
έρχονται
φέρνοντας
φιλιά,
κι αυτά
μαζί χαίρονται
κάθε
Πασχαλιά.
Με όνειρα χίλια
από το
νοτιά
κόβουν
πολλά μίλια
για την
ξενητειά.
Θυμάμ’ από τότε
σαν ήμουν παιδί,
περίμενα
πότε
΄Ανοιξη
θαρθεί.
Να φανούν τριγώνια
με άλλα
πουλιά,
ν’
ακουστεί στα κλώνια
η γνωστή
λαλιά.
Ναρθούν τσιροπούλια,
τσαλαπετινοί,
φλερώνοι,
σταχτούλια,
χαρά να φανεί.
Βρισκόμαστε όλοι
στους λόγγους. Στα
σχίνα.
Μας έφαγ’ η πόλη.
Πάν’ τα
χρόνια εκείνα !
Πειραιάς, Απρίλιος 2015
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής