35. ΚΑΠΟΙΟ ΜΕΡΑΚΙ
Μέσ’ στη φουρτούνα, μέσα στο πέλαγο
σαν μια σταγόνα, μικρό σημαδάκι,
όσο ερχότανε, τόσο μεγάλωνε,
μέσα στα κύματ’ άσπρο καραβάκι.
Μικρό παιδί στου χειμώνα την παγωνιά,
κοίταζα το καράβι από κάποια πλαγιά,
σαν έφτανε στον όρμο κι όταν αναχωρούσε,
με το γνωστό του σφύριγμα με αποχαιρετούσε.
Το έβλεπα σαν έστεκε να περιμένει
νάρθουν οι βαρκούλες να το καλοσωρίσουν.
΄Ηταν όμορφο, κάτασπρο σαν περιστέρι.
Τη σκέψη μου έπαιρνε, αλλού να την πηγαίνει.
«Γλάρο» το έλεγαν το καραβάκι,
που εταξίδευε σε θάλασσα πλατειά.
΄Ηταν για μένανε κάποιο μεράκι
το να με πάει μακρυά στην ξενητειά.
Χρόνια τ’ αγνάντευα. Κι ωνειρευόμουν.
΄Ισως κάποτε, κάποια μέρα και γώ,
νάφευγ’ απ’ το νησί την τύχη μου να βρώ.
Δεν ήταν όμως εύκολο. Γι αυτό αναρωτιώμουν.
΄Ωσπου μία μέρα, κάποιο πρωϊνό,
πριν να βγεί ο ήλιος στα γνωστά λαγκάδια,
μπήκα στο καράβι με στόμα στεγνό,
με θολό το βλέμμα και τη σκέψη άδεια.
Βαρειά η καρδιά από τις συγκινήσεις.
Δώσε της Θεέ μου λίγο κουράγιο,
νάβρει το δρόμο της, να ξεκινήσει,
να ξαποστάσει, να βρεί μουράγιο.
΄Ετρεχαν δάκρυα από τα μάτια.
Ράγισ’ η καρδιά. ΄Εγινε κομμάτια.
Τρέχει η σκέψη και σχολιάζει
κάθε τι γνώριμο. Το αγκαλιάζει.
Ο χωρισμός είναι πίκρα μεγάλη
έστω κι αν θέλουμε αλλού να πάμε.
Γιατί όταν φεύγομε, τότε το νοιώθουμε
ότι τον τόπο μας πολύ αγαπάμε.
Είδα τα λαγκάδια να είναι θλιμμένα.
Πολλές μέρες, βράδυα, δεν θα δούν εμένα.
Μα θάναι τα όνειρα με τούτα δεμένα.
Δεν θα τα ξεχάσω που θάμαι στα ξένα.
Κι αυθόρμητα, ‘ πό της ψυχής τα βάθη,
στο νού μου έρχεται μία υπόσχεση.
Κάτι σαν όρκος έρχεται να ψυθιρίσω.
Γρήγορα στο νησάκι να ξαναγυρίσω.
Ναι! Να γυρίσω με πρώτη ευκαιρία,
που θα βρεθεί μέσ’ στη φτωχή ζωή μου.
Μα είναι η ζωή κακοκαιρία,
και γώ σκουπίδι μέσ’ στην τρικυμία.
Πάει πιά, πολύς χρόνος από τότε.
΄Όταν το σκέφτομαι, δακρύζω πότε πότε.
Είναι πλανεύτρα η ξενητειά κι αποκοιμάει.
Μα η επιθυμία μου, πάντοτε ξαγρυπνάει.
Γρήγορα στο νησάκι θα γυρίσω,
το κάθε τι μ’ ευλάβεια να προσκυνήσω,
το πράσινο με το γαλάζιο φώς του ν’ αγναντέψω,
κι άλλο καλύτερο ποτέ, να μη γυρέψω ! ………
Αθήνα, Νοέμβριος 1972
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής
ΕΚΡΙΘΕΝ ΑΡΜΟΔΙΩΣ, ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΟ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ (ΔΕΕΛ) ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ 2004.
ΞΕΝΗΤΕΜΜΕΝΑ ΝΕΙΑΤΑ
΄Ανθη της λεβεντιάς,
σπαρμένα σ΄ όλα της γής τα πέρατα.
Αγναντεύουν με τα μάτια της ψυχής,
κάθε Φώς, κάθε Λημέρι, κάθε Χρώμα,
το κάθε τι, απ΄ της μάννας γής,
το ΄Αγιο Χώμα.
΄Ανθη της λεβεντιάς,
της πατρίδας καμάρια,
της νοσταλγίας θύματα.
Με γενναία καρδιά
που έχουν μόνο τα λιοντάρια,
με βαρειά βήματα,
προχωρούν ενάντια
προς της σκληρής ζωής
τα κύματα.
Ξενητεμμένα νειάτα,
που ο τόπος τους να τα κρατήσει
δεν μπορούσε.
΄Εβλεπε το αετίσιο βλέμμα τους
και απορούσε.
Βλέμμα γεμάτ΄ ανησυχία και πεποίθηση,
πούβλεπε τόσο μακρυά
και όλα ήθελε
να τα θωρούσε.
Χώρος απλός, τόπος μικρός
για λεβεντιάς κλωνάρια.
΄Εβλεπε αυτός τον πόνο τους
και στέναζε.
΄Οση συγκίνηση κιάν πρόσφερε,
το ήξερε.
Πως κάποτε θα φεύγανε
και νηές και παλληκάρια.
Κάποιο σπιτάκι φτωχικό
για χρόνια θάμενε κλειστό,
χωρίς χαμόγελο ή τραγούδι.
΄Αδειο από γέλια και χαρές,
από ωραίες αγκαλιές,
χωρίς ένα λουλούδι.
Φύγανε πολλά χρόνια τα παιδιά
για να προκόψουνε στη ξενητειά,
που τόσο ξέρει να πλανεύει.
Κι έρχεται η πίκρα η αλμυρή,
φουντώνει μέσα στην ψυχή
σα θάλασσα,
οπού ποτέ δε γαληνεύει.
Είδανε τόπους τα παιδιά.
Πήγανε τόσο μακρυά,
ο Κόσμος φάνηκε μικρός.
Σα νάναι άδειος. Και φτωχός !
΄Εστω ! Κιάν πέτυχαν αυτά,
η νοσταλγία την καρδιά
την έκανε κομμάτια.
Και βλέπουν το μικρό χωριό
κάθε στιγμή, κάθε λεπτό,
με της ψυχής τα μάτια.
Τη σκέψη αυτή του γυρισμού,
την έχουνε συχνά στο νού
και η καρδιά ραγίζει.
Τα μάτια τους βουρκώνουνε,
τα δάκρυά τους τρέχουνε
σαν ποταμάκι του βουνού,
που αργεί να σταματήσει.
Κι όταν, μετά από καιρό,
η σκληρή μοίρα το θελήσει,
να έρθουνε πολλών χρονών
απ΄ της ζωής το άθλιο μεθύσι,
γυρίζοντας στο σπίτι το παληό
με κάποιο άσπρο καραβάκι
που πάει για το νησιώτικο χωριό,
Τρέχουν να τ' απαντήσουνε
χίλιες δυό αναμνήσεις.
Στο δρόμο τα προφταίνουνε
σωρό από συγκινήσεις.
Αγάπες, πίκρες και χαρές.
Κι όλα αυτά, λές κι ήταν χτές.
Πως όλα αυτά τα χρόνια δεν περάσανε.
Λές και δεν έζησαν άλλες στιγμές !
Και φτάνοντας στο μονοπάτι το γνωστό,
σαν φαίνεται το σπίτι το παληό,
από το δάκρυ, θολώνει το μάτι,
που έχει να το δεί τόσον καιρό !
Κάθε γωνιά μιλάει βήμα – βήμα.
Λέει στο νου το κάθε τι και αντηχεί :
Τι να το κάνεις όσο έχεις χρήμα,
αφού δώ πάνω άφησες για πάντα την ψυχή !
΄Ανθη της λεβεντιάς σπαρμένα,
σ΄ όλα της γής τα πέρατα.
Αγναντεύουν το μικρό χωριό
κάθε στιγμή κάθε λεπτό
με της ψυχής τα μάτια,
κι η νοσταλγία την καρδιά
την έκανε κομμάτια ! ……..
Παξοί, Ιούλιος 1972
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής
Ο αέρας με χτυπάει.
Στο πρόσωπό μου σφυράει.
Στέκομαι όρθιος.
Βόσκω τα γίδια στην πλαγιά,
να αναστήσω τα παιδιά.
Είναι Σχολείο.
Πάω στο ψάρεμα πλατειά.
Τα δίκτυα μου είναι βαρειά.
Κάνω κουράγιο.
Δεν κάνω στάση πουθενά.
Φυλαχτό έχω. Με φυλά.
΄Εχω τον ΄Αγιο.
Όταν μαζεύω τις ελιές
ακούω πάνω μου στριγλιές
από τους γλάρους.
Τραγούδια μου λένε πολλά.
Όλα του κόσμου τα καλά,
είναι στη Φύση.
Η βάρκα λέγεται Ελπίς.
Ωραίο όνομα θα πείς.
Δύναμη φέρνει.
Με βοηθάει κι η Κυρά.
Συμπαραστέκεται γερά.
Είναι Θηρίο.
Σαν είμαι πάνω στην πλαγιά
βλέπω στη θάλασσα μακρυά
νάρχεται πλοίο.
΄Ερχετ’ από την ξενητειά
να ρίξει άγκυρα κοντά,
να ξαποστάσει.
Σαν φτάνει αρχίζει να σφυρά.
Μας χαιρετάει με χαρά,
μέχρι να φθάσει.
Τη θάλασσα και τη στεριά
σκεπάζουν σύννεφα βαρειά.
Σε λίγο βρέχει.
Μα εγώ ξέρω απ’ αυτά.
Παίρνω τα μέτρα μου σωστά.
Κάτι δεν τρέχει.
Πειραιάς, Μάρτιος 2021
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής