(Tω καιρώ εκείνω, είπεν ο παπαδοδάσκαλος του Δημοτικού στο φτωχό μαθητή
του: Εσένα ο πατέρας σου είναι εργάτης. Πρέπει να γίνεις και σύ εργάτης.
Τον χλεύαζε, απαξιώνοντάς τον, επιβραβεύοντας τα παιδιά φίλων του και
προυχόντων. Το παιδί απογοητευμένο όσο προκατειλημμένο, δεν προχώρησε
Εγινε εργάτης. Τότε δε, οι γονείς έλεγον. Βάρα δάσκαλε το παιδί μου να γίνε
καλός άνθρωπος. Οι δάσκαλοι της εποχής, κτυπούσαν με το παραμικρό δέρνοντας αλύπητα τα μικρά, αθώα, φτωχά παιδιά !!).
ΤΟΥ ΚΛΩΤΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΠΑΤΣΟΥ
ΒΑΡΑ ΔΑΣΚΑΛΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
133. ΟΝΕΙΡΑ
Από παιδάκια μας κτυπούσαν.
Τα φτωχά τα περιφρονούσαν.
Κάθε χαμόγελο έπαιρναν.
Με οργή και μίσος έδερναν.
΄Ηθελαν δήθεν το καλό μας.
Mα βρίσκαμε το διάολό μας.
Αυτοί έκαναν το δικό τους.
Κοιτάζανε τον εαυτό τους.
Ως κι οι ανθρώποι οι δικοί μας
ήταν χειρότεροι εχθροί μας.
Αλλά εκείνοι οι δασκάλοι
ήταν υποκριτές μεγάλοι.
Στο σχολειό δασκαλοπαπάδες
δημιουργούν πολλούς μπελάδες.
Με άρρωστη ψυχολογία
όλοι το έπαιζαν αγία.
Γεμάτα όνειρα τα ράφια.
Σαν τα λουλούδια μέσ’ στ’ αγκάθια.
Πολύ ήθελα να προχωρήσω
όλα πίσω να τα αφήσω.
Όμως αυτά σ’ ακολουθούνε.
Δεν φεύγουν ό,τι να σου πούνε.
Ψηλά σηκώνω τη Σημαία,
ενώ υπάρχει η Ρομφαία.
Μην κάνεις όνειρα σού λένε.
Εδώ όλ’ οι ανθρώποι κλαίνε.
Εσύ, πώς θές να προχωρήσεις,
απ’ το σωρό να ξεχωρίσεις.
Απ’ τις πολλές ανησυχίες
ήρθαν κάποιες επιτυχίες.
Αυτές στο βάθος δεν μετράνε
σαν σήμερα σε κυνηγάνε.
Μείναν τα όνειρα στο ράφι.
Κρίμα οι πόνοι. Πήγαν στράφι.
Εγώ, ακόμα προχωράω.
Θέλω να δώ, ως πού θα πάω.
Μέσα στην άγρια καταιγίδα,
υπάρχει πάντα η Ελπίδα.
Τίποτα δεν πάει χαμένο.
Γι αυτό, ακόμα περιμένω.
Δεν είναι η ζωή μας άδεια.
Παντού, αφήνομε σημάδια.
΄Εστω και με μεγάλο πόνο,
αυτά θα δείχνουνε το δρόμο.
Πειραιάς, Μάϊος 2010
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής