161. ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο
ΚΟΣΜΟΣ
Οι γονείς τσακωνόντανε.
Συνέχεια τρωγώντανε.
Η μαμά με
το κουμάντο
τάκαν’ όλα άνω
κάτω.
Τους ξεμάτιαζε με ευχές.
Το σπίτι κατά
διαόλου
πέρα ως πέρα ολωσδιόλου.
κάνανε το σπίτι μύλο.
Λέγανε όλο καί κάτι.
Έφταιγε το κακό
μάτι.
Η μαμά έλεγε
προχώρει.
Πρέπει να νοικοκυρευτείς.
΄Ηρθ’ η ώρα
να παντρευτείς.
Αγάπη πούλησε πολλή.
΄Ετσι η άτυχη
κόρη
έγινε με μιάς
παπόρι.
Από τη γκρίνια
να φύγει.
Mικρή φόρεσε
στεφάνι
γιά να βγεί
απ’ το τηγάνι.
ότι αυτός θα
της στη φέρει.
Τεμπέλης και γκομενιάρης,
Ελεεινός σαν καρβουνιάρης.
Αυτός μ’ έκανε παπόρι.
Με κάθε τσούλα
πηγαίνει.
Κάθε βράδυ έξω
μένει.
΄Ολοι οι άντρες κάνουν
χάζι.
Εσύ να έχεις
σκοπό σου
να κοιτάς το σπιτικό σου.
Πρόσεχε μην το
χαλάσεις.
Τελικά εσύ θα
χάσεις.
Aυτό δεν
το επιτρέπω.
Εγώ το στεφάνι βλέπω.
Να ξέρεις πώς
θα πορευτείς.
Σπίτι σου με
τον άντρα σου.
Εκεί είναι η
θέση σου.
Μου καίγονται τα
εντόστια.
Μην ανησυχείς παιδί
μου.
΄Εχεις πάντα την ευχή
μου.
μιλά σαν να
είναι τέρας.
Να μην ακούς
τους απόξω.
Σπίτι αν έρθεις
θα σε διώξω.
κι ας γινότανε
παπόρι.
Πήρε δέκα τόνους
χάπια
να μην καταντήσει
σάπια.
Συνέχεια έβαζ’ αλειφή.
Θάθελε να κάνει
παιδιά,
μα της καιγόταν
η καρδιά.
Δεν ήθελε πίτσι
πίτσι.
Περάσανε λίγα χρόνια.
Οι γονείς της ήταν ψώνια.
Δεν άντεξε πλέον άλλο.
Παράτησε τον αλήτη
κι έφυγε από
το σπίτι.
΄Αφαντη έγινε η
κόρη.
Πίσω πλέον δεν
γυρνάει.
Τους γονείς της
βλαστημάει.
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής