139. ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Bρεθήκαμε στο πουθενά.
Σού μιλούσα.
Αλλά με κοίταζες ανέκφραστη.
Προσπαθούσα.
Όμως φαινόσουν πως δεν πρόσεχες.
Ταξίδευες σε άλλο τόπο μακρινό.
Δεν έβλεπες καθόλου τo ωραίο δειλινό.
΄Ο,τι συνέβαινε,
ο νούς δεν άντεχε να το χωρέσει.
Παραξενεύτηκα.
΄Ησουνα σα μαρμαρωμένη.
Σ’ ένα λαβύρινθο χαμένη.
Κι άξαφνα,
Χωρίς κανείς να περιμένει,
στο πρόσωπό σου κύλισαν
δυό δάκρυα βουβά. Χωρίς λυγμό.
Χωρίς ν’ αφήσεις ούτε στεναγμό.
Ανάποδα ήρθε ο ουρανός.
Με κτύπησε ένας κεραυνός.
Πικράθηκα.
Ποτέ δεν το περίμενα
να πάνε τόσα όνειρα χαμένα.
Τότε σου έδωσα υπόσχεση.
Μπορεί να είσαι τώρα πληγωμένη,
μα θα κινήσω γή και ουρανό
για να σε δώ χαρούμενη κι ευτυχισμένη.
Πειραιάς, Ιούνιος 2010
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής