ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ
138. Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ
Κάθεται στο καφενείο.
Σαν να τούπεσε λαχείο.
Μετά πάει στην ταβέρνα.
Τριγυρίζει σα λατέρνα.
Γιατί έτσι τηνε βρίσκει.
Το ταράζει το ουϊσκυ.
Η γυναίκα του δουλεύει
΄Οσα παίρνει του τα φέρνει.
΄Εχει ωστόσο απαιτήσεις.
Δεν μπορείς να του μιλήσεις.
Μαζεύει όλα τα φράγκα.
Παριστάνει και το μάγκα.
΄Ενας ΄Ελληνας χωριάτης.
Το πρόσωπο της απάτης.
Δηλώνει πως είναι ψαράς.
Ο κλασσικός αληταράς.
Κατά διαόλου το σπίτι.
Δεν τον νοιάζει τον αλήτη.
Συνέχεια αλωνίζει.
Η γυναίκα του αφρίζει.
Ο πεθερός κι η πεθερά
ζούνε μέσ’ στην τρελή χαρά.
Στους γονείς του έχει μοιάσει.
Τέτοιο νόημα έχει πιάσει.
Λένε το ψωμί ψωμάκι.
΄Εχει ένα μικρό παιδάκι.
Απ’ την ταβέρνα τον φέρνει.
Την άλλη ώρα το δέρνει.
Του αρέσει η τεμπελιά.
Δεν δέχεται ούτε μιλιά.
΄Ασχημα γυρίζει ο μύλος.
Τον αποφεύγει κι ο σκύλος.
Αυτός δεν είναι πατέρας.
Aλλά σιχαμένο τέρας.
Ούτε σύζυγος δεν είναι.
Μόνο για το θεαθήναι.
Πειραιάς, Ιούνιος 2010
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός Ποιητής